ἡμερήσιοι

ἡμερήσιοι
ἡμερήσιος
of the day
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • Μάας, Έρνεστ — (Ernest Maas, 1856 – 1929). Γερμανός φιλόλογος. Έγραψε πολλές κριτικές μελέτες για ελληνικά θέματα και επιμελήθηκε μια κριτική έκδοση του Άρατου, καθώς και σχόλια για τον Όμηρο. Έργα του: Ερατοσθενικά ανάλεκτα, Έλληνες και Σημίτες στον Ισθμό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”